- ψωριασμένος
- uyuzlu
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ψωριάζω — Ν 1. (μτβ.) μεταδίδω σε κάποιον ψώρα 2. (αμτβ.) α) προσβάλλομαι από ψώρα β) μτφ. καταντώ πάμπτωχος, εξαθλιώνομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψωριασμένος, η, ο ψωραλέος, ψωριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από ἐψωρίασα, αόρ. τού αρχ. ψωριῶ*] … Dictionary of Greek
ψωριάζω — ψωριάζω, ψώριασα, ψωριασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψωριάζω — ψώριασα, ψωριασμένος 1. γεμίζω κάποιον ψώρα. 2. αποκτώ ψώρα. 3. καταντώ πολύ φτωχός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)